ημπόρεση

ημπόρεση
και μπόρεση, η (Μ ἠμπόρεση και ἐμπόρεση, μπόρεσις, μπόρεση, μπόρηση)
1. δύναμη
2. δυνατότητα
3. κυριαρχία, εξουσία
4. κατοχή, κυριότητα
5. οικονομική άνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπόρεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”